εὐκελάδων

εὐκελάδων
εὐκέλαδος
well-sounding
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερέθισμα — Στην επιστημονική γλώσσα της φυσιολογίας ή της ψυχολογίας υποδηλώνει κάθε γεγονός φυσικό ή χημικό, εσωτερικό ή εξωτερικό προς τον οργανισμό, ικανό να θέσει σε κίνηση έναν αντιληπτικό μηχανισμό. Ενώ όμως για τον φυσιολόγο το ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ευκέλαδος — εὐκέλαδος, ον (ΑΜ) αυτός που ηχεί καλά, ο μελωδικός, ο αρμονικός («εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κέλαδος «αρμονικός ήχος» (πρβλ. δυσ κέλαδος, Εγ κέλαδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”